διερευνητής

διερευνητής
ο
θηλ. -τρια αυτός που εξετάζει, ερευνά προσεχτικά κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διερευνητής — ο (Α διερευνητής) [διερευνώ] σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής αρχ. κατάσκοπος …   Dictionary of Greek

  • διερευνηταί — διερευνητής scout masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερευνητάς — διερευνητά̱ς , διερευνητής scout masc acc pl διερευνητά̱ς , διερευνητής scout masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτής — ο θηλ. τρια αυτός που κάνει την ανάλυση, ο διερευνητής: Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ειδικούς αναλυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”